- συμποσίαρχος
- ὁ, Ααυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -αρχος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμποσίαρχος — συμποσίαρχος, ο και συμποσιάρχης, ο αυτός που διευθύνει το συμπόσιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμποσίαρχος — president of a drinking party masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιάρχου — συμποσίαρχος president of a drinking party masc gen sg συμποσιάρχης president of a drinking party masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιάρχῳ — συμποσίαρχος president of a drinking party masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχε — συμποσίαρχος president of a drinking party masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχοι — συμποσίαρχος president of a drinking party masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσίαρχον — συμποσίαρχος president of a drinking party masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιαρχώ — έω, Α [συμποσίαρχος] είμαι συμποσίαρχος … Dictionary of Greek
Krater — discovered at the acropolis of Mycenae, depicting fully armed warriors. 1200 1100 BC, National Archaeological Museum of Athens For the landform crater, see Crater. A krater (in Greek: κρατήρ, kratēr, from the verb κεράννυμι, keránnymi, to mix )… … Wikipedia
Симпосий — (σύμποσιον) у древних греков званый пир, отличавшийся от обыкновенного δείπνον (обеда) тем, что на С. приглашались гости, тогда как обед происходил в кругу семьи или в общественных столовых. От обеда С. отличался еще и тем, что за обедом вино… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона